Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Βάρναλης - Λουντέμης στη δίκη του δεύτερου το 1947. Οι τρεις ερωτήσεις που πρέπει να απαντά κάθε συγγραφέας

Στη δίκη του Λουντέμη ανάμεσα στους μάρτυρες υπεράσπισης ήταν και ο Βάρναλης.

Μόλις πληροφορήθηκε για τη δίκη ο δάσκαλος, έβαλε τα γιορτινά του και πήγε. 

Δε λογάριασε ούτε το φόβο ούτε το κρύο ούτε και τα γηρατειά.

Διέσχισε το πλήθος των πραιτοριανών και μπήκε με θάρρος στην αίθουσα. 

-Κωνσταντίνος Βάρναλης, φώναξε ο Κλητήρας. 

Δάσκαλε εσένα φωνάζουν, του είπε ο Νίκος Παππάς.

-Περάστε κ. Βάρναλη, είπε ο Εισαγγελέας.

«Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;

Τον ρωτά ο πρόεδρος.

Ένοχος; 

Όχι! 

Απαντά με έμφαση ο Βάρναλης. 

Για να είναι ένοχος ένας συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις:

Πρώτον: 

Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; 

Με τους αδικητές ή τους αδικημένους;

Δεύτερο: 

Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; 

Με τον τυραννισμένο ή με τον τύραννο;

Και τρίτο και τελευταίο: 

Αν η πατρίδα πάει σε εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; 

Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; 

Με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια;

Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. 

Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα και σαν Έλληνα. 

Και σας δηλώνω κατηγορηματικά ότι και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. 

Δεν είναι ένοχος».

Η μαρτυρία του Βάρναλη είναι διαχρονική στην οποία οφείλει να απαντήσει ο καθένας μας σε όλους τους καιρούς. 

Με ποίων την πλευρά συντάσσεται. 

"Χρειάστηκαν να περάσουν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. 

Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ», ήταν η απάντηση του Λουντέμη στους δικαστές...

Η δίκη του Λουντέμη (1947) έλαβε χώρα στον εμφύλιο πόλεμο, όπου η Ελλάδα ήταν διαμελισμένη ιδεολογικά.

Η μαρτυρία του Βάρναλη ήταν επαναστατική.

Τόλμησε να πει ότι η πίστη στον λαό και την ελευθερία δεν είναι έγκλημα.

Υπενθύμισε ότι η λογοτεχνία δεν είναι διακόσμηση — είναι συνείδηση της εποχής.

Η ηθική δεν έχει χρώμα κόμματος.

Έχει μόνο το χρώμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Και όπως είπε ο Λουντέμης: «Δε θα γυρίσω στα τέσσερα πόδια», δηλαδή δε θα υποχωρήσω στην ηθική ανικανότητα, ασχέτως τι θα μου κοστίσει.

Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Όπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη για την τέχνη, αλλά η κατάδειξη της εκμεταλλευτικής κοινωνικής και της ανάγκης να καταργηθεί η ταξική ανισότητα... «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»; Ο Μενέλαος Λουντέμης αγωνίστηκε για το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης, που διαποτίζει όλη τη συγγραφική δημιουργία του. Τα έργα του «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» και το μπεστ σέλερ «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Εχει όμως προσφέρει και πλήθος άλλα λογοτεχνικά «διαμάντια» λιγότερο γνωστά, αλλά εξίσου σημαντικά, που το καθένα διατηρεί μια διαχρονική λάμψη. Όλα αυτά τα βιβλία - θησαυροί (45 συνολικά) που το αναγνωστικό κοινό αξίζει να ανακαλύψει, έχουν επανεκδοθεί.

«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»

Ανάμεσα σε αυτά τα ξεχωριστά, αλλά λιγότερο γνωστά βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη είναι «Το Ρολόι Του Κόσμου Χτυπάει Μεσάνυχτα», ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που συνιστά μια τοιχογραφία του παγκόσμιου σκηνικού τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, εναρμονισμένο με τις αγωνίες του καιρού του, τις οποίες όμως επεκτείνει σε διαχρονικούς προβληματισμούς οικουμενικών διαστάσεων.

Ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, που χαρακτηρίζει και περιγράφει τη ζωή και τη στάση του ενήλικα και κομμουνιστή Μενέλαου Λουντέμη σαν πολιτικό εξόριστο στη Μακρόνησο είναι το «Οδός Αβύσσου Αριθμός 0». Κάτοικοι της οδού Αβύσσου, στον αριθμό μηδέν και κεντρικά πρόσωπα αυτής της φρίκης ο Γιώργης και ο Παναής. Άγρια θεριά, αμετανόητοι κομμουνιστές, που δε θα υπογράψουν δήλωση και δε θα χάσουν την ελπίδα τους για ζωή. Στο έργο αυτό ο Λουντέμης γράφει για τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, τις οποίες και ο ίδιος έχει ζήσει ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Γράφει, για να καταγγείλει, για να αναδείξει από τη μια μεριά το αίσχος της Μακρονήσου, την ωμότητα και βιαιότητα των βασανιστηρίων - «όταν ο θάνατος γίνεται εύκολος, η ζωή γίνεται δύσκολη» - και από την άλλη να αναδείξει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των κομμουνιστών. Η Μακρόνησος, στο έργο του Λουντέμη, δεν είναι απλά ένα κολαστήρι. Είναι γέννημα - θρέμμα του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, που προκειμένου να διασφαλίσει τη διαιώνισή του δεν διστάζει να στήνει Μακρονήσια.

«... Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτουνταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου - για πρώτη φορά - δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Οσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη...».

Μα για ποιους έπρεπε να γράψω;

Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας. Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.

Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».

Η πορεία του

Γεννήθηκε το 1912. Πρόσφυγας από τη Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, ο Λουντέμης εγκαθίσταται με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη έργα του Γαλλικού ποταμού. Η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ τού στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Εταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη.

Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένος στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη. Μετά τη δίκη του 1956 για τις «Βουρκωμένες μέρες», φεύγει στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, έως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.

Από το γάμο του ο Μ. Λουντέμης απέκτησε μια κόρη, τη Μυρτώ. Το αφιέρωμα αυτό κατατίθεται και στη μνήμη της κόρης του Μυρτώς Λουντέμη - Ηλιοπούλου, που πρόσφατα «έφυγε» από τη ζωή. Η Μυρτώ, που γεννήθηκε στην καρδιά του Δεκέμβρη 1944, δεν είχε την ευκαιρία να δει πολλές φορές τον πατέρα της, μέχρι την επάνοδό του στην Ελλάδα το 1976. Μάλιστα, ο Μενέλαος Λουντέμης για πολλά χρόνια νόμιζε ότι η μοναχοκόρη του ήταν νεκρή. Το 1947 ο συγγραφέας συνελήφθη και εξορίστηκε στο Μαυράτο Ικαρίας, ενώ η γυναίκα του Εμυ και η τρίχρονη τότε Μυρτώ εξορίστηκαν στη Χίο και αργότερα στο Τρίκερι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου